- πλωτός
- -ή, -ό / πλωτός, -όν, ΝΜΑ [πλώω]1. αυτός που πλέει, που επιπλέει στην επιφάνεια τού νερού2. αυτός που μπορεί κανείς να τόν διαπλεύσεινεοελλ.φρ. α) «πλωτή δεξαμενή»(ναυπ.) τύπος δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίεςβ) «πλωτή γέφυρα» — γέφυρα που κατασκευάζεται σε ποταμούς, ιδίως σε περίοδο πολέμου, και που αποτελείται από κοίλα στεγανά σώματα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, πάνω στα οποία στηρίζεται το οδόστρωμαγ) «πλωτό νοσοκομείο» — πλοίο, ιδίως πολεμικό, με ειδικά διασκευασμένους χώρους και εξοπλισμένο με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και τα αναγκαία μηχανήματα και όργανα για την παροχή νοσοκομειακής περίθαλψηςαρχ.(για ψάρι) αυτός που κολυμπά στην επιφάνεια τού νερού (ἰχθύων πλωτὸν γένος», Σοφ.)2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τὰ πλωτά»i) τα ψάρια που μεταναστεύουνii) τα παρυδάτια πτηνά3. φρ. α) «πλωτὰ ζῶα» — τα ζώα που κολυμπούνβ) «πλωτὰ ἄγραι» — η αλιείαγ) «πλωτὸς καιρός» — εποχή κατάλληλη για πλου.
Dictionary of Greek. 2013.